τρίλ(λ)ιο

τρίλ(λ)ιο
το, Ν
βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια λιλιίδες τής τάξης λιλιώδη και το οποίο περιλαμβάνει 25-30 είδη πολυετών ριζωματωδών φυτών που είναι ιθαγενή τής Βόρειας Αμερικής και τής Ασίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”